- τριώνυμο(ν)
- το мат. трёхчлен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριώνυμο — Πολυώνυμο που αποτελείται από άθροισμα τριών μονωνύμων. Bλ. λ. πολυώνυμο. * * * το, Ν μαθημ. βλ. τριώνυμος … Dictionary of Greek
τριώνυμος — η, ο / τριώνυμος, ον, ΝΜ αυτός που έχει τρία ονόματα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμο μαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους 2. φρ. «τριώνυμη ονομασία» (βοτ. ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση τής επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
Γκόζε, Σρι Αουρομπίντο — (Sri Aurobindo Gose, Βεγγάλη 1872 – Ποντισερί, Μαδράς 1950). Ινδός φιλόσοφος. Αφού σπούδασε στην Αγγλία, όπου ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή σκέψη, γύρισε στην πατρίδα του, όπου καταδιώχθηκε λόγω της δράσης του για την εθνική απελευθέρωση της… … Dictionary of Greek
διτετράγωνος — η, ο (μαθ.), αυτός που περιλαμβάνει δύο τετράγωνα αριθμών: Διτετράγωνο τριώνυμο. – Διτετράγωνη εξίσωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριώνυμος — η, ο 1. που έχει τρία ονόματα. 2. το ουδ. ως ουσ., τριώνυμο αλγεβρικό πολυώνυμο που είναι άθροισμα τριών μονωνύμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)